“Όλοι τρέχουν ασταμάτητα, κάνουν σχέδια για τις μέρες που έρχονται, βαδίζουν αγχωμένοι…, σκεπτόμενοι το αύριο, χάνουν το τώρα.. Αδιαφορώντας για τις «χιλιάδες εικόνες που έρχονται σαν κύματα», έχουνε πάψει να λαμβάνουν της πόλης τα μηνύματα..
Τα «συνθήματα στους τοίχους, στο κέντρο της πόλης όπου κοιτάξω, η ζωή μου όλη»..
Και εσύ ακόμα «διανύεις τον ίδιο κύκλο μ’ ένα αυτοκίνητο ενώ κατά βάθος θες να σταματήσεις»…
Στέκεσαι μόνος.. Και «αναρωτιέσαι πάλι οι προσευχές σου πού πάνε κι αν έχουν γίνει πουλιά προς τα πού πετάνε»…
Αλλά όμως το ξέρεις.. ότι θα έρθει μια μέρα, όπου θα «διασχίσεις τον κόσμο και θα ‘ναι πιο όμορφα κι από ένα όνειρο».
Αγχωμένοι άνθρωποι που ανυπομονούν για μια διαφορετική μέρα..
Μα «εγώ δε θέλω τίποτα, παρά μόνο να κοιτάζω εσένα»..
Θέλω να φύγουμε, να πάμε κάπου μακριά, «ταξίδεψέ με όπου εσύ πιστεύεις, είμαι τυφλός και μόνο εσύ το ξέρεις».. Πάμε στη θάλασσα, σε κάποιο νησί.. όσο διαρκέσει.. Πλέον το ξέρω καλά «τα πιο όμορφα πράγματα χάνονται γρήγορα, άνθρωποι, σύννεφα, το μελάνι στα ποιήματα»..
Θυμάμαι πάντα στα μάτια σου να «σχηματίζεται το άπειρο»..
Ονειρεύομαι μια «νύχτα να μεγαλώνει τα λουλούδια και μια βροχή να μου πνίγει το θυμό»…
Και εγώ που «πάντα ήθελα να ζήσω μαζί σου, φτιάχνω τον κόσμο μ’ ένα κομμάτι της ψυχής σου».. Ίσως να μη ξέρω πραγματικά τι είναι αυτό που θέλω, αλλά είμαι σίγουρη πως «είναι τόσο ωραία όλα αυτά που πιστεύω»..
«Πόσο παράξενα χτυπάει τώρα η καρδιά μου, υπάρχει άδικο έξω απ’ τα όνειρά μου», για αυτό άσε με να ζήσω στο όνειρο για λίγο, δώσε μου φτερά να πετάξω και να φύγω.. άσε με να σε οδηγήσω στο φως, δώσε μου το χέρι σου και θα γίνω οδηγός…”
Στέρεο Νόβα :
Ο εξώστης (Τα μάτια του φίλου μου)
3000 μέρες
Ένα κλεμμένο ποδήλατο
Τα άδεια χέρια



